γκροτέσκος

γκροτέσκος
-α, -ο
(λ. ιταλ.)
1. χοντροκομμένος, γελοίος.
2. το ουδ. ως ουσ., γκροτέσκο το χοντροκομμένο δημιούργημα, το γελοίο και ιδιόμορφο, στις εικαστικές τέχνες, στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”